Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐθελόκαλος
ἐθελοκίνδυνος
ἐθελοκωφέω
ἐθελοκωφία
ἐθελόκωφος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελορήτωρ
ἐθελόσυχνος
ἐθελουργέω
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθελοφιλόσοφος
ἐθέλω
ἕθεν
View word page
ἐθελόπονος
willing to work
ShortDef
willing to work
Debugging
Headword:
ἐθελόπονος
Headword (normalized):
ἐθελόπονος
Headword (normalized/stripped):
εθελοπονος
IDX:
26170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26171
Key:
Data
{'content': 'willing to work'}