Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐθελόκακος
ἐθελόκαλος
ἐθελοκίνδυνος
ἐθελοκωφέω
ἐθελοκωφία
ἐθελόκωφος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελορήτωρ
ἐθελόσυχνος
ἐθελουργέω
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
ἐθελοφιλόσοφος
ἐθέλω
View word page
ἐθελοντί
voluntarily
ShortDef
voluntarily
Debugging
Headword:
ἐθελοντί
Headword (normalized):
ἐθελοντί
Headword (normalized/stripped):
εθελοντι
IDX:
26169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26170
Key:
Data
{'content': 'voluntarily'}