Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελόκακος
ἐθελόκαλος
ἐθελοκίνδυνος
ἐθελοκωφέω
ἐθελοκωφία
ἐθελόκωφος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελορήτωρ
ἐθελόσυχνος
ἐθελουργέω
ἐθελουργός
ἐθελούσιος
View word page
ἐθελοντήρ
a volunteer

ShortDef

a volunteer

Debugging

Headword:
ἐθελοντήρ
Headword (normalized):
ἐθελοντήρ
Headword (normalized/stripped):
εθελοντηρ
IDX:
26167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26168
Key:

Data

{'content': 'a volunteer'}