Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐθελόδουλος
ἐθελοθρησκεία
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελόκακος
ἐθελόκαλος
ἐθελοκίνδυνος
ἐθελοκωφέω
ἐθελοκωφία
ἐθελόκωφος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
ἐθελορήτωρ
ἐθελόσυχνος
ἐθελουργέω
View word page
ἐθελοντηδόν
voluntarily
ShortDef
voluntarily
Debugging
Headword:
ἐθελοντηδόν
Headword (normalized):
ἐθελοντηδόν
Headword (normalized/stripped):
εθελοντηδον
IDX:
26165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26166
Key:
Data
{'content': 'voluntarily'}