Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐθελημός
ἐθελοδουλεία
ἐθελοδουλέω
ἐθελόδουλος
ἐθελοθρησκεία
ἐθελοκακέω
ἐθελοκάκησις
ἐθελόκακος
ἐθελόκαλος
ἐθελοκίνδυνος
ἐθελοκωφέω
ἐθελοκωφία
ἐθελόκωφος
ἐθελοντηδόν
ἐθελοντήν
ἐθελοντήρ
ἐθελοντής
ἐθελοντί
ἐθελόπονος
ἐθελόπορνος
ἐθελοπρόξενος
View word page
ἐθελοκωφέω
affect deafness

ShortDef

affect deafness

Debugging

Headword:
ἐθελοκωφέω
Headword (normalized):
ἐθελοκωφέω
Headword (normalized/stripped):
εθελοκωφεω
IDX:
26162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26163
Key:

Data

{'content': 'affect deafness'}