Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκάρπωτος
ἀκαρτέρητος
ἄκαρτος
ἀκαρφής
ἄκασκα
ἀκασκαῖος
Ἀκάστη
Ἄκαστος
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
ἀκαταθύμιος
ἀκαταιτίατος
ἀκατακάλυπτος
ἀκατάκαυστος
View word page
ἀκατάβολος
unpaid, outstanding

ShortDef

unpaid, outstanding

Debugging

Headword:
ἀκατάβολος
Headword (normalized):
ἀκατάβολος
Headword (normalized/stripped):
ακαταβολος
IDX:
2613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2614
Key:

Data

{'content': 'unpaid, outstanding'}