Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
ἑδροδιαστολεύς
ἑδροστρόφος
ἔδω
ἐδωδή
ἐδώδιμος
ἐδωδός
ἑδωλιάζω
ἑδώλιον
ἐδώλιος
ἐέ
ἕε
View word page
ἑδροδιαστολεύς
instrument for widening the passage of the anus
ShortDef
instrument for widening the passage of the anus
Debugging
Headword:
ἑδροδιαστολεύς
Headword (normalized):
ἑδροδιαστολεύς
Headword (normalized/stripped):
εδροδιαστολευς
IDX:
26124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26125
Key:
Data
{'content': 'instrument for widening the passage of the anus'}