Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
ἑδροδιαστολεύς
ἑδροστρόφος
ἔδω
ἐδωδή
ἐδώδιμος
ἐδωδός
ἑδωλιάζω
ἑδώλιον
ἐδώλιος
ἐέ
View word page
ἑδρίτης
suppliant sitting
ShortDef
suppliant sitting
Debugging
Headword:
ἑδρίτης
Headword (normalized):
ἑδρίτης
Headword (normalized/stripped):
εδριτης
IDX:
26123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26124
Key:
Data
{'content': 'suppliant sitting'}