Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
ἑδροδιαστολεύς
ἑδροστρόφος
ἔδω
ἐδωδή
ἐδώδιμος
ἐδωδός
ἑδωλιάζω
ἑδώλιον
ἐδώλιος
View word page
ἑδρικός
belonging to the anus

ShortDef

belonging to the anus

Debugging

Headword:
ἑδρικός
Headword (normalized):
ἑδρικός
Headword (normalized/stripped):
εδρικος
IDX:
26122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26123
Key:

Data

{'content': 'belonging to the anus'}