Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
ἑδροδιαστολεύς
ἑδροστρόφος
ἔδω
ἐδωδή
ἐδώδιμος
ἐδωδός
ἑδωλιάζω
ἑδώλιον
View word page
ἑδριάω
to seat

ShortDef

to seat

Debugging

Headword:
ἑδριάω
Headword (normalized):
ἑδριάω
Headword (normalized/stripped):
εδριαω
IDX:
26121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26122
Key:

Data

{'content': 'to seat'}