Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
ἑδροδιαστολεύς
ἑδροστρόφος
ἔδω
ἐδωδή
ἐδώδιμος
ἐδωδός
ἑδωλιάζω
View word page
ἑδρίας
blowing steadily

ShortDef

blowing steadily

Debugging

Headword:
ἑδρίας
Headword (normalized):
ἑδρίας
Headword (normalized/stripped):
εδριας
IDX:
26120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26121
Key:

Data

{'content': 'blowing steadily'}