Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
ἑδροδιαστολεύς
ἑδροστρόφος
ἔδω
ἐδωδή
ἐδώδιμος
ἐδωδός
View word page
ἑδριάομαι
sit down, take seats

ShortDef

sit down, take seats

Debugging

Headword:
ἑδριάομαι
Headword (normalized):
ἑδριάομαι
Headword (normalized/stripped):
εδριαομαι
IDX:
26119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26120
Key:

Data

{'content': 'sit down, take seats'}