Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑδραῖος
ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
ἑδροδιαστολεύς
ἑδροστρόφος
ἔδω
ἐδωδή
ἐδώδιμος
View word page
ἕδρη
seat, stool
ShortDef
seat, stool
Debugging
Headword:
ἕδρη
Headword (normalized):
ἕδρη
Headword (normalized/stripped):
εδρη
IDX:
26118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26119
Key:
Data
{'content': 'seat, stool'}