Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
ἑδροδιαστολεύς
ἑδροστρόφος
ἔδω
ἐδωδή
View word page
ἑδραστικός
establishing, making stable
ShortDef
establishing, making stable
Debugging
Headword:
ἑδραστικός
Headword (normalized):
ἑδραστικός
Headword (normalized/stripped):
εδραστικος
IDX:
26117
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26118
Key:
Data
{'content': 'establishing, making stable'}