Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἑδνωτή
ἑδνωτής
ἕδος
ἕδρα
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
ἑδρικός
ἑδρίτης
View word page
ἕδρανον
a seat, abode
ShortDef
a seat, abode
Debugging
Headword:
ἕδρανον
Headword (normalized):
ἕδρανον
Headword (normalized/stripped):
εδρανον
IDX:
26113
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26114
Key:
Data
{'content': 'a seat, abode'}