Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἑδνοφορέω
ἑδνόω
ἑδνωτή
ἑδνωτής
ἕδος
ἕδρα
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
ἑδριάω
View word page
ἑδραίωμα
a foundation, base

ShortDef

a foundation, base

Debugging

Headword:
ἑδραίωμα
Headword (normalized):
ἑδραίωμα
Headword (normalized/stripped):
εδραιωμα
IDX:
26111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26112
Key:

Data

{'content': 'a foundation, base'}