Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἕδνον
ἑδνοφορέω
ἑδνόω
ἑδνωτή
ἑδνωτής
ἕδος
ἕδρα
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
ἑδραστικός
ἕδρη
ἑδριάομαι
ἑδρίας
View word page
ἑδραιόω
make stable

ShortDef

make stable

Debugging

Headword:
ἑδραιόω
Headword (normalized):
ἑδραιόω
Headword (normalized/stripped):
εδραιοω
IDX:
26110
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26111
Key:

Data

{'content': 'make stable'}