Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδητύς
ἕδνιος
ἕδνον
ἑδνοφορέω
ἑδνόω
ἑδνωτή
ἑδνωτής
ἕδος
ἕδρα
ἑδράζω
ἑδραῖος
ἑδραιότης
ἑδραιόω
ἑδραίωμα
ἑδραίωσις
ἕδρανον
ἕδρασμα
ἑδρασμός
ἑδραστέον
View word page
ἕδρα
a sitting-place

ShortDef

a sitting-place

Debugging

Headword:
ἕδρα
Headword (normalized):
ἕδρα
Headword (normalized/stripped):
εδρα
IDX:
26106
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26107
Key:

Data

{'content': 'a sitting-place'}