Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκαρπέω
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέρητος
ἄκαρτος
ἀκαρφής
ἄκασκα
ἀκασκαῖος
Ἀκάστη
Ἄκαστος
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
ἀκαταδούλωτος
View word page
Ἀκάστη
Acaste
ShortDef
Acaste
Debugging
Headword:
Ἀκάστη
Headword (normalized):
ἀκάστη
Headword (normalized/stripped):
ακαστη
IDX:
2609
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2610
Key:
Data
{'content': 'Acaste'}