Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐδανός
ἑδανός
ἐδαφιαῖος
ἐδαφίζω
ἐδαφικός
ἐδαφοποιέω
ἔδαφος
ἐδαφόω
ἐδέατρος
ἐδέθλιον
ἔδεθλον
ἔδεσμα
ἐδεσματοθήκη
ἐδεστέον
ἐδεστέος
ἐδεστής
ἐδεστός
ἐδητύς
ἕδνιος
ἕδνον
ἑδνοφορέω
View word page
ἔδεθλον
a seat, abode

ShortDef

a seat, abode

Debugging

Headword:
ἔδεθλον
Headword (normalized):
ἔδεθλον
Headword (normalized/stripped):
εδεθλον
IDX:
26091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26092
Key:

Data

{'content': 'a seat, abode'}