Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ἀκαρνανικός
ἀκαρπέω
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέρητος
ἄκαρτος
ἀκαρφής
ἄκασκα
ἀκασκαῖος
Ἀκάστη
Ἄκαστος
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
ἀκαταδίκαστος
View word page
ἀκασκαῖος
gentle
ShortDef
gentle
Debugging
Headword:
ἀκασκαῖος
Headword (normalized):
ἀκασκαῖος
Headword (normalized/stripped):
ακασκαιος
IDX:
2608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2609
Key:
Data
{'content': 'gentle'}