Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀκαρνανία
Ἀκαρνανικός
ἀκαρπέω
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέρητος
ἄκαρτος
ἀκαρφής
ἄκασκα
ἀκασκαῖος
Ἀκάστη
Ἄκαστος
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
ἀκατάγνωστος
ἀκαταγώνιστος
View word page
ἄκασκα
gently

ShortDef

gently

Debugging

Headword:
ἄκασκα
Headword (normalized):
ἄκασκα
Headword (normalized/stripped):
ακασκα
IDX:
2607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2608
Key:

Data

{'content': 'gently'}