Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
ἐγχυματιστά
ἐγχυματιστέον
ἔγχυμος
ἐγχύμωσις
ἔγχυσις
ἐγχυτέον
ἐγχυτλόω
ἔγχυτον
ἔγχυτος
ἐγχυτρίζω
ἐγχυτρίστρια
ἔγχωμα
ἐγχώννυμι
View word page
ἔγχυμος
moistened
ShortDef
moistened
Debugging
Headword:
ἔγχυμος
Headword (normalized):
ἔγχυμος
Headword (normalized/stripped):
εγχυμος
IDX:
26064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26065
Key:
Data
{'content': 'moistened'}