Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
ἐγχυματιστά
ἐγχυματιστέον
ἔγχυμος
ἐγχύμωσις
ἔγχυσις
ἐγχυτέον
ἐγχυτλόω
ἔγχυτον
ἔγχυτος
ἐγχυτρίζω
View word page
ἐγχυματισμός
injection, instillation

ShortDef

injection, instillation

Debugging

Headword:
ἐγχυματισμός
Headword (normalized):
ἐγχυματισμός
Headword (normalized/stripped):
εγχυματισμος
IDX:
26061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26062
Key:

Data

{'content': 'injection, instillation'}