Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
ἐγχυματιστά
ἐγχυματιστέον
ἔγχυμος
ἐγχύμωσις
ἔγχυσις
ἐγχυτέον
ἐγχυτλόω
ἔγχυτον
View word page
ἔγχυμα
instillation

ShortDef

instillation

Debugging

Headword:
ἔγχυμα
Headword (normalized):
ἔγχυμα
Headword (normalized/stripped):
εγχυμα
IDX:
26059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26060
Key:

Data

{'content': 'instillation'}