Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκαριαῖος
Ἀκαρνάν
Ἀκαρνανία
Ἀκαρνανικός
ἀκαρπέω
ἀκαρπία
ἀκάρπιστος
ἄκαρπος
ἀκάρπωτος
ἀκαρτέρητος
ἄκαρτος
ἀκαρφής
ἄκασκα
ἀκασκαῖος
Ἀκάστη
Ἄκαστος
ἀκατάβλητος
ἀκαταβολέω
ἀκατάβολος
ἀκαταγγείωτος
ἀκατάγγελτος
View word page
ἄκαρτος
unshaven

ShortDef

unshaven

Debugging

Headword:
ἄκαρτος
Headword (normalized):
ἄκαρτος
Headword (normalized/stripped):
ακαρτος
IDX:
2605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2606
Key:

Data

{'content': 'unshaven'}