Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
ἐγχυματιστά
ἐγχυματιστέον
ἔγχυμος
ἐγχύμωσις
ἔγχυσις
ἐγχυτέον
ἐγχυτλόω
View word page
ἔγχυλος
juicy, succulent
ShortDef
juicy, succulent
Debugging
Headword:
ἔγχυλος
Headword (normalized):
ἔγχυλος
Headword (normalized/stripped):
εγχυλος
IDX:
26058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26059
Key:
Data
{'content': 'juicy, succulent'}