Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
ἐγχυματιστά
ἐγχυματιστέον
ἔγχυμος
View word page
ἐγχρώματος
parti-coloured

ShortDef

parti-coloured

Debugging

Headword:
ἐγχρώματος
Headword (normalized):
ἐγχρώματος
Headword (normalized/stripped):
εγχρωματος
IDX:
26054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26055
Key:

Data

{'content': 'parti-coloured'}