Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
ἐγχυματιστά
ἐγχυματιστέον
View word page
ἐγχρῴζομαι
to be engrained

ShortDef

to be engrained

Debugging

Headword:
ἐγχρῴζομαι
Headword (normalized):
ἐγχρῴζομαι
Headword (normalized/stripped):
εγχρωζομαι
IDX:
26053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26054
Key:

Data

{'content': 'to be engrained'}