Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
ἐγχυματιστά
View word page
ἐγχρυσόω
gild

ShortDef

gild

Debugging

Headword:
ἐγχρυσόω
Headword (normalized):
ἐγχρυσόω
Headword (normalized/stripped):
εγχρυσοω
IDX:
26052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26053
Key:

Data

{'content': 'gild'}