Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
ἐγχυματισμός
View word page
ἔγχρυσος
golden

ShortDef

golden

Debugging

Headword:
ἔγχρυσος
Headword (normalized):
ἔγχρυσος
Headword (normalized/stripped):
εγχρυσος
IDX:
26051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26052
Key:

Data

{'content': 'golden'}