Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
ἐγχυματίζω
View word page
ἔγχρονος
lasting a short time

ShortDef

lasting a short time

Debugging

Headword:
ἔγχρονος
Headword (normalized):
ἔγχρονος
Headword (normalized/stripped):
εγχρονος
IDX:
26050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26051
Key:

Data

{'content': 'lasting a short time'}