Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
ἔγχυλος
ἔγχυμα
View word page
ἐγχρονισμός
prolonged use
ShortDef
prolonged use
Debugging
Headword:
ἐγχρονισμός
Headword (normalized):
ἐγχρονισμός
Headword (normalized/stripped):
εγχρονισμος
IDX:
26049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26050
Key:
Data
{'content': 'prolonged use'}