Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
ἐγχυλόομαι
View word page
ἐγχρονίζω
to be long about
ShortDef
to be long about
Debugging
Headword:
ἐγχρονίζω
Headword (normalized):
ἐγχρονίζω
Headword (normalized/stripped):
εγχρονιζω
IDX:
26047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26048
Key:
Data
{'content': 'to be long about'}