Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγχρεμμα
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
ἐγχυλίζω
View word page
ἐγχρονία
chronic character

ShortDef

chronic character

Debugging

Headword:
ἐγχρονία
Headword (normalized):
ἐγχρονία
Headword (normalized/stripped):
εγχρονια
IDX:
26046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26047
Key:

Data

{'content': 'chronic character'}