Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχρεμετίζω
ἔγχρεμμα
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
ἐγχρῴζομαι
ἐγχρώματος
ἐγχυλης
View word page
ἐγχρίω
to rub, anoint

ShortDef

to rub, anoint

Debugging

Headword:
ἐγχρίω
Headword (normalized):
ἐγχρίω
Headword (normalized/stripped):
εγχριω
IDX:
26045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26046
Key:

Data

{'content': 'to rub, anoint'}