Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχουσίζομαι
ἐγχόω
ἐγχράω
ἐγχρεμετίζω
ἔγχρεμμα
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
ἐγχρυσόω
View word page
ἔγχρισμα
liniment, embrocation

ShortDef

liniment, embrocation

Debugging

Headword:
ἔγχρισμα
Headword (normalized):
ἔγχρισμα
Headword (normalized/stripped):
εγχρισμα
IDX:
26042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26043
Key:

Data

{'content': 'liniment, embrocation'}