Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγχουσα
ἐγχουσίζομαι
ἐγχόω
ἐγχράω
ἐγχρεμετίζω
ἔγχρεμμα
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
ἐγχρόνιος
ἐγχρονισμός
ἔγχρονος
ἔγχρυσος
View word page
ἔγχρισις
anointing, rubbing in

ShortDef

anointing, rubbing in

Debugging

Headword:
ἔγχρισις
Headword (normalized):
ἔγχρισις
Headword (normalized/stripped):
εγχρισις
IDX:
26041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26042
Key:

Data

{'content': 'anointing, rubbing in'}