Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔγχορδος
ἐγχορεύω
ἔγχορτος
ἔγχος
ἔγχουσα
ἐγχουσίζομαι
ἐγχόω
ἐγχράω
ἐγχρεμετίζω
ἔγχρεμμα
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
ἐγχρονίζω
View word page
ἐγχρέμπτομαι
to expectorate

ShortDef

to expectorate

Debugging

Headword:
ἐγχρέμπτομαι
Headword (normalized):
ἐγχρέμπτομαι
Headword (normalized/stripped):
εγχρεμπτομαι
IDX:
26037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26038
Key:

Data

{'content': 'to expectorate'}