Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἔγχονδρος
ἔγχορδος
ἐγχορεύω
ἔγχορτος
ἔγχος
ἔγχουσα
ἐγχουσίζομαι
ἐγχόω
ἐγχράω
ἐγχρεμετίζω
ἔγχρεμμα
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
ἐγχρονία
View word page
ἔγχρεμμα
spitting
ShortDef
spitting
Debugging
Headword:
ἔγχρεμμα
Headword (normalized):
ἔγχρεμμα
Headword (normalized/stripped):
εγχρεμμα
IDX:
26036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26037
Key:
Data
{'content': 'spitting'}