Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχονδρίζω
ἔγχονδρος
ἔγχορδος
ἐγχορεύω
ἔγχορτος
ἔγχος
ἔγχουσα
ἐγχουσίζομαι
ἐγχόω
ἐγχράω
ἐγχρεμετίζω
ἔγχρεμμα
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
ἐγχρίμπτω
ἔγχρισις
ἔγχρισμα
ἐγχριστέον
ἔγχριστος
ἐγχρίω
View word page
ἐγχρεμετίζω
to neigh in
ShortDef
to neigh in
Debugging
Headword:
ἐγχρεμετίζω
Headword (normalized):
ἐγχρεμετίζω
Headword (normalized/stripped):
εγχρεμετιζω
IDX:
26035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26036
Key:
Data
{'content': 'to neigh in'}