Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
ἔγχλωρος
ἔγχνοος
ἐγχονδρίζω
ἔγχονδρος
ἔγχορδος
ἐγχορεύω
ἔγχορτος
ἔγχος
ἔγχουσα
ἐγχουσίζομαι
ἐγχόω
ἐγχράω
ἐγχρεμετίζω
ἔγχρεμμα
ἐγχρέμπτομαι
ἐγχρῄζω
ἐγχρηματίζω
View word page
ἔγχορτος
grass-grown

ShortDef

grass-grown

Debugging

Headword:
ἔγχορτος
Headword (normalized):
ἔγχορτος
Headword (normalized/stripped):
εγχορτος
IDX:
26029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26030
Key:

Data

{'content': 'grass-grown'}