Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίκτυπος
ἐγχλαινόομαι
ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
ἔγχλωρος
ἔγχνοος
ἐγχονδρίζω
ἔγχονδρος
ἔγχορδος
ἐγχορεύω
ἔγχορτος
ἔγχος
ἔγχουσα
ἐγχουσίζομαι
ἐγχόω
View word page
ἔγχλωρος
greenish
ShortDef
greenish
Debugging
Headword:
ἔγχλωρος
Headword (normalized):
ἔγχλωρος
Headword (normalized/stripped):
εγχλωρος
IDX:
26023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26024
Key:
Data
{'content': 'greenish'}