Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίκτυπος
ἐγχλαινόομαι
ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
ἔγχλωρος
ἔγχνοος
ἐγχονδρίζω
ἔγχονδρος
ἔγχορδος
ἐγχορεύω
ἔγχορτος
ἔγχος
View word page
ἐγχλιαίνω
warm
ShortDef
warm
Debugging
Headword:
ἐγχλιαίνω
Headword (normalized):
ἐγχλιαίνω
Headword (normalized/stripped):
εγχλιαινω
IDX:
26020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26021
Key:
Data
{'content': 'warm'}