Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχεσίμωρος
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίκτυπος
ἐγχλαινόομαι
ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
ἔγχλωρος
ἔγχνοος
ἐγχονδρίζω
ἔγχονδρος
ἔγχορδος
ἐγχορεύω
ἔγχορτος
View word page
ἐγχλαμυδόομαι
to be wrapped in a cloak

ShortDef

to be wrapped in a cloak

Debugging

Headword:
ἐγχλαμυδόομαι
Headword (normalized):
ἐγχλαμυδόομαι
Headword (normalized/stripped):
εγχλαμυδοομαι
IDX:
26019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26020
Key:

Data

{'content': 'to be wrapped in a cloak'}