Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχεσίμαργος
ἐγχεσίμωρος
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίκτυπος
ἐγχλαινόομαι
ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
ἔγχλωρος
ἔγχνοος
ἐγχονδρίζω
ἔγχονδρος
ἔγχορδος
ἐγχορεύω
View word page
ἐγχλαινόομαι
to be clothed in

ShortDef

to be clothed in

Debugging

Headword:
ἐγχλαινόομαι
Headword (normalized):
ἐγχλαινόομαι
Headword (normalized/stripped):
εγχλαινοομαι
IDX:
26018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26019
Key:

Data

{'content': 'to be clothed in'}