Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμαργος
ἐγχεσίμωρος
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίκτυπος
ἐγχλαινόομαι
ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
ἔγχλωρος
ἔγχνοος
ἐγχονδρίζω
ἔγχονδρος
ἔγχορδος
View word page
ἐγχίκτυπος
making a noise with the spear

ShortDef

making a noise with the spear

Debugging

Headword:
ἐγχίκτυπος
Headword (normalized):
ἐγχίκτυπος
Headword (normalized/stripped):
εγχικτυπος
IDX:
26017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26018
Key:

Data

{'content': 'making a noise with the spear'}