Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχελεών
ἐγχελυοτρόφος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμαργος
ἐγχεσίμωρος
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίκτυπος
ἐγχλαινόομαι
ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
ἔγχλωρος
ἔγχνοος
View word page
ἐγχέω
to pour in

ShortDef

to pour in

Debugging

Headword:
ἐγχέω
Headword (normalized):
ἐγχέω
Headword (normalized/stripped):
εγχεω
IDX:
26014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26015
Key:

Data

{'content': 'to pour in'}