Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχέλειος
Ἐγχελεῖς
ἐγχελεών
ἐγχελυοτρόφος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμαργος
ἐγχεσίμωρος
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίκτυπος
ἐγχλαινόομαι
ἐγχλαμυδόομαι
ἐγχλιαίνω
ἐγχλίω
ἐγχλοάω
View word page
ἐγχέσπαλος
wielding the spear

ShortDef

wielding the spear

Debugging

Headword:
ἐγχέσπαλος
Headword (normalized):
ἐγχέσπαλος
Headword (normalized/stripped):
εγχεσπαλος
IDX:
26012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26013
Key:

Data

{'content': 'wielding the spear'}