Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐγχειρίδιος
ἐγχειρίζω
ἐγχειρίθετος
ἐγχειριστέον
ἐγχειροτονέω
ἐγχέλειος
Ἐγχελεῖς
ἐγχελεών
ἐγχελυοτρόφος
ἔγχελυς
ἐγχελυωπός
ἐγχεσίμαργος
ἐγχεσίμωρος
ἐγχεσίπαλοι
ἐγχεσίχειρ
ἐγχέσπαλος
ἐγχεσφόρος
ἐγχέω
ἔγχηλος
ἐγχθόνιος
ἐγχίκτυπος
View word page
ἐγχελυωπός
eel-faced

ShortDef

eel-faced

Debugging

Headword:
ἐγχελυωπός
Headword (normalized):
ἐγχελυωπός
Headword (normalized/stripped):
εγχελυωπος
IDX:
26007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-26008
Key:

Data

{'content': 'eel-faced'}